ασπέδιστος

ασπέδιστος
-η, -ο [σπεδίζω]
1. (για άλογα) εκείνος που δεν του έβαλαν λουριά στα πόδια («ασπέδιστο πουλάρι»)
2. (για ανθρώπους) α) αυτός που δεν ανέχεται περιορισμούς
β) όποιος δεν σπεύδει ή δεν βιάζεται να κάνει κάτι
3. (για νερό) εκείνος που δεν περιορίζεται με φράγμα («ασπέδιστες ρεματιές»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”